- συναγανάκτησις
- συνᾰγᾰνάκτ-ησις, εως, ἡ,A common anger or vexation, Arist.HA612b35, D.H.7.45.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
συναγανάκτησις — common anger fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναγανάκτησις — ήσεως, ἡ, Α [συναγασυναγανάκτησις νακτῶ] από κοινού αγανάκτηση, οργή, δυσαρέσκεια («βοηθείας... οἰόμεθα δεῑν οὐκ ἄνευ τῆς ὑμετέρας συναγανακτήσεως τυχεῑν», Διον. Αλ.) … Dictionary of Greek
συναγανακτήσει — συναγανάκτησις common anger fem nom/voc/acc dual (attic epic) συναγανακτήσεϊ , συναγανάκτησις common anger fem dat sg (epic) συναγανάκτησις common anger fem dat sg (attic ionic) συναγανακτέω to be vexed along with aor subj act 3rd sg (epic)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναγανακτήσεως — συναγανακτήσεω̆ς , συναγανάκτησις common anger fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)